αὐτόκομος

αὐτόκομος
αὐτό-κομος, ον,
A with natural hair, shaggy,

λοφιά Ar.Ra.822

.
II leaves and all, Luc.VH1.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτόκομος — αὐτόκομος, ον (Α) [κόμη] (για δέντρα) μαζί με την κόμη, το φύλλωμα …   Dictionary of Greek

  • αὐτοκόμοις — αὐτόκομος with natural hair masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοκόμου — αὐτόκομος with natural hair masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”